κερδία

κερδία
κερδία, ἡ (Α) [κέρδος]
(κατά τον Φώτ.) απληστία για κέρδος, φιλοκέρδεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κερδίας — κερδίᾱς , κερδία greed of gain fem acc pl κερδίᾱς , κερδία greed of gain fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφιλοκέρδεια — και κερδία, η το να μην αποβλέπει κανείς μόνο στο δικό του κέρδος, η ανιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Α. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”